ξέσμα

ξέσμα
το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- τού ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέσμα — that which is smoothed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμάτων — ξέσμα that which is smoothed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσμασι — ξέσμα that which is smoothed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματα — ξέσμα that which is smoothed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματι — ξέσμα that which is smoothed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματος — ξέσμα that which is smoothed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμοσαρκία — ξεσμοσαρκία, ἡ (Μ) κομμάτι που λαμβάνεται με ξύσιμο από τη σάρκα, ξέσμα από σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέσμα + σάρξ, σαρκός] …   Dictionary of Greek

  • κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”